ευχολογώ

ευχολογώ
(Μ εὐχολογῶ, -άω)
εύχομαι, δίνω ευχές, εύχομαι για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχή + -λογώ (< λόγος), πρβλ. κακο-λογώ, πολυ-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”